- ἀποκεῖ
- ἀπό-κέωto lie downpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἀπό-κέωto lie downpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκεί — επίρρ. 1. τοπ. από εκεί («κι αποδώ κι αποκεί») 2. χρον. κ. απέκει μετά από αυτό, έπειτα, ύστερα … Dictionary of Greek
αποκεί — επίρρ. τοπ., από κείνο το μέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απεκεί — κ. απέκει κ. απόκεις κ. απόκει (Μ ἀπεικεῑ κ. ἀπέκει) επίρρ. Ι. τοπ. 1. από εκείνο το μέρος 2. διαμέσου εκείνου του μέρους 3. φρ. «αποκεί και πάνω» από ένα σημείο και πέρα II. χρον. 1. έπειτα, κατόπιν 2. από τότε κι ύστερα III. (ως επακόλουθο)… … Dictionary of Greek
γυρνοβολώ — ( άω) 1. περιστρέφω κάτι συνεχώς και γρήγορα 3. στριφογυρίζω από δω κι αποκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυρνώ + βολώ < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek
ξαμώνω — (Μ ξαμώνω και ἐξαμώνω και ἀξαμώνω) 1. σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον («κι απόκει τρέχ απάνω ντου με τ αγριωμένο χέρι, κι εξάμωσε να τού βαρεί ς τσί κεφαλής τα μέρη», Ερωτόκρ.) 2. ορμώ, επιτίθεμαι 3. υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη… … Dictionary of Greek